ορχάς

ορχάς
(I)
ὀρχάς, -άδος, ἡ (Α)
1. αυτή που περιφράσσει, που περικλείει («ὀρχὰς στέγη», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρχάς
περίβολος αἱμασιά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμν-άς)].
————————
(II)
ὀρχάς, -άδος, ἡ (Α)
είδος ελιάς η οποία ονομάστηκε έτσι από το σχήμα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχις (ΙΙ) + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. κοτιν-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀρχάς — enclosing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχάδες — ὀρχάς enclosing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχάδος — ὀρχάς enclosing fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχάδων — ὀρχάς enclosing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • рожон — род. п. жна кол, острый шест , рожны мн. навозные вилы , укр. рожен, род. п. жна, русск. цслав. ражьнъ – то же (Златоструй ХII в.; см. Срезн. III, 19), раждьнъ кол; вилка , Иерем. (Упырь; см. Срезн., там же), болг. ръжен кочерга, вертел ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • όρχις — (I) ὄρχις, εως, ἡ (Α) είδος ελιάς, αλλ. ορχάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὄρχις (II) με αλλαγή γένους. Το είδος αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού σχήματος τών καρπών του]. (II) ο (ΑΜ ὄρχις, εως, Α ιων. γεν. ιος) 1. καθένας από τους γεννητικούς… …   Dictionary of Greek

  • όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”